- καλλύνω
- (AM καλλύνω)καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.)αρχ.1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.)2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν καλλύνων», Πλάτ.)3. μέσ. καλλύνομαιυπερηφανεύομαι, καμαρώνω για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος.ΠΑΡ. καλλυντήριος, καλλυντήςαρχ.κάλλυνθρον, κάλλυντρον, κάλλυσμα.ΣΥΝΘ. αρχ. ανακαλλύνω, εκκαλύνω, επικαλλύνω, κατακαλλύνω, παρακαλλύνω, συγκαλλύνω].
Dictionary of Greek. 2013.